δορατοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δορᾰτοφόρος) -ον<br />[[que lleva lanza]] Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares <i>Lyr.Adesp</i>.109 (b), cf. LXX 1<i>Pa</i>.12.25, (τὸ μὲν [[εἶδος]] ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.<i>Tact</i>.1.3, cf. Arr.<i>Tact</i>.4.2.
|dgtxt=(δορᾰτοφόρος) -ον<br />[[que lleva lanza]] Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares <i>Lyr.Adesp</i>.109 (b), cf. [[LXX]] 1<i>Pa</i>.12.25, (τὸ μὲν [[εἶδος]] ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.<i>Tact</i>.1.3, cf. Arr.<i>Tact</i>.4.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[δορατοφόρος]], -ον)<br />ο [[δορυφόρος]].
|mltxt=-ο (AM [[δορατοφόρος]], -ον)<br />ο [[δορυφόρος]].
}}
}}

Revision as of 15:40, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορᾰτοφόρος Medium diacritics: δορατοφόρος Low diacritics: δορατοφόρος Capitals: ΔΟΡΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: doratophóros Transliteration B: doratophoros Transliteration C: doratoforos Beta Code: doratofo/ros

English (LSJ)

ον, A = δορυφόρος, Lyr.Adesp.108, LXX 1 Ch.12.24, Ascl.Tact.1.3, etc.

German (Pape)

[Seite 658] = δορυφόρος, Dion. Hal. C. V. p. 107, 1 u. Sp., wie Arr.

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτοφόρος: -ον, = δορυφόρος, Ποιητ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 17.

Spanish (DGE)

(δορᾰτοφόρος) -ον
que lleva lanza Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares Lyr.Adesp.109 (b), cf. LXX 1Pa.12.25, (τὸ μὲν εἶδος ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.Tact.1.3, cf. Arr.Tact.4.2.

Greek Monolingual

-ο (AM δορατοφόρος, -ον)
ο δορυφόρος.