δυσμείλικτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσμείλικτος:''' неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).
|elrutext='''δυσμείλικτος:''' [[неумолимый]], [[непримиримый]] (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμείλικτος Medium diacritics: δυσμείλικτος Low diacritics: δυσμείλικτος Capitals: ΔΥΣΜΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysmeíliktos Transliteration B: dysmeiliktos Transliteration C: dysmeiliktos Beta Code: dusmei/liktos

English (LSJ)

ον, A hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.

German (Pape)

[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.

Greek Monolingual

δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.

Russian (Dvoretsky)

δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).