δύσγαμος: Difference between revisions
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysgamos | |Transliteration C=dysgamos | ||
|Beta Code=du/sgamos | |Beta Code=du/sgamos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[ill-wedded]], γάμοι δ. <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1047</span> (lyr.); ῥυστάγματα Lyc.1089, cf. Paul.Al.<span class="title">N.</span>2; <b class="b3">δύσγαμον αἶσχος ἑλών</b>, of Menelaus, <span class="bibl">E. <span class="title">Tr.</span>1114</span>; χελιδών Luc. <span class="title">Trag.</span>49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, ill-wedded, γάμοι δ. E.Ph.1047 (lyr.); ῥυστάγματα Lyc.1089, cf. Paul.Al.N.2; δύσγαμον αἶσχος ἑλών, of Menelaus, E. Tr.1114; χελιδών Luc. Trag.49.
German (Pape)
[Seite 677] unglücklich in der Ehe; γάμος, Unglücksehe, Eur. Phoen. 1054; αἰσχύνη, αἶσχος, unglücklicher Ehe Schmach, Hel. 693 Tr. 1114; ῥυστάγματα Lycophr. 1089.
Greek (Liddell-Scott)
δύσγᾰμος: -ον, ὁ ἐν τῷ γάμῳ ἀτυχής, γάμος δ. Εὐρ. Φοίν. 1047, πρβλ. ἄγαμος·- δύσγαμον αἶσχος ἑλών, περὶ τοῦ Μενελάου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1114.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne une union funeste ; γάμος δύσγαμος EUR union funeste.
Étymologie: δυσ-, γάμος.
Spanish (DGE)
(δύσγᾰμος) -ον
1 que es mala boda, que es funesta boda γάμοι E.Ph.1047, δύσγαμον αἶσχος ἑλών de Menelao, E.Tr.1114, cf. Hel.687, Man.2.270, ῥυστάγματα δύσγαμα violencias de boda funesta Lyc.1089.
2 de pers. destinado a una boda mala o funesta, mal casado de Hefesto, Nonn.D.13.177, cf. 48.748, δύσγαμοι γίνονται Vett.Val.111.20, cf. Paul.Al.65.16
•paród. δ. ... θροεῖ χελιδών Luc.Trag.49
•infeliz esposa θανοῦσα ἦλθες δειλαία δ. εἱς Ἀΐδαν MAMA 7.201.6 (Frigia I a.C.).
Greek Monolingual
δύσγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που ατύχησε στον γάμο του
2. φρ. «γάμος δύσγαμος» — άτυχος γάμος
3. «δύσγαμον αἶσχος» — προσβολή από γάμο που βγήκε σε κακό.
Greek Monotonic
δύσγᾰμος: -ον, αυτός που έχει ατυχή, κακό γάμο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δύσγᾰμος: (о браке) несчастный (γάμοι Eur.): δύσγαμον αἶσχος Eur. позорный брак.
Middle Liddell
δύσ-γᾰμος, ον
ill-wedded, Eur.