ζωθαλπής: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζωθαλπής]], -ές, θηλ. και [[ζώθαλπις]], -ιδος (Α)<br />αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλπης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλπω]]), | |mltxt=[[ζωθαλπής]], -ές, θηλ. και [[ζώθαλπις]], -ιδος (Α)<br />αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλπης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλπω]]), [[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-<i>θαλπής</i>, <i>πυρι</i>-<i>θαλπής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (θάλπω) A warming or cheering life, Nonn.D.1.454:— fem. ζώθαλπις, ιδος, ib.16.397 (v.l. -πέες).
German (Pape)
[Seite 1142] ές, Leben erwärmend, anfachend, Nonn. D. 1, 454.
Greek (Liddell-Scott)
ζωθαλπής: -ές, (θάλπω) περιθάλπων, θερμαίνων τὴν ζωήν, Νόνν. Δ. 1. 454· -θηλ. ζώθαλπις, ιδος, αὐτόθι 16. 397.
Greek Monolingual
ζωθαλπής, -ές, θηλ. και ζώθαλπις, -ιδος (Α)
αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο-θαλπής, πυρι-θαλπής].