θέρμινος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θέρμῐνος:''' лупиновый ([[πανοπλία]] Luc.).
|elrutext='''θέρμῐνος:''' [[лупиновый]] ([[πανοπλία]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θέρμῐνος, η, ον<br />of lupines (θέρμοσ), Luc.
|mdlsjtxt=θέρμῐνος, η, ον<br />of lupines (θέρμοσ), Luc.
}}
}}

Revision as of 13:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρμῐνος Medium diacritics: θέρμινος Low diacritics: θέρμινος Capitals: ΘΕΡΜΙΝΟΣ
Transliteration A: thérminos Transliteration B: therminos Transliteration C: therminos Beta Code: qe/rminos

English (LSJ)

η, ον, (θέρμος) A of lupines, ἄλευρα Dsc.2.110; πανοπλία Luc.VH1.27.

German (Pape)

[Seite 1201] von Feigbohnen; Diosc.; Luc. Ver. Hist, 1. 1, 27.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμῐνος: -η, -ον, (θέρμος) ἐκ θέρμων (κοιν. ἀπὸ λούπινα), Διοσκ. 2. 135, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 27.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lupin.
Étymologie: θέρμος.

Greek Monolingual

θέρμινος, -ίνη, -ον (Α) θέρμος (I)]
αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα»).

Greek Monotonic

θέρμῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί από λούπινα (θέρμος), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θέρμῐνος: лупиновый (πανοπλία Luc.).

Middle Liddell

θέρμῐνος, η, ον
of lupines (θέρμοσ), Luc.