θᾶσσον: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thasson | |Transliteration C=thasson | ||
|Beta Code=qa=sson | |Beta Code=qa=sson | ||
|Definition=Att. θᾶττον, | |Definition=Att. θᾶττον, v. [[ταχύς]]. θάσσουσα· [[σπεύδουσα]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:05, 24 August 2022
English (LSJ)
Att. θᾶττον, v. ταχύς. θάσσουσα· σπεύδουσα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θᾶσσον: Ἀττ. θᾶττον, ἴδε ἐν λ. ταχύς.
English (Slater)
θᾱσσον
a swiftly θᾶσσον ἔντυεν (P. 4.181)
b comp. adv., swifter καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24)
Greek Monolingual
θάσσον και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)
(επίρρ. συγκρ. του ταχέως) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.
Greek Monotonic
θᾶσσον: Αττ. θᾶττον, ουδ. αντί θάσσων, ως επίρρ.