καρδιόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρδιόπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>(σχόλ.)</b> αυτός που έχει πληγεί στην [[καρδιά]] από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, [[εμβρόντητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φαντασιό</i>-<i>πληκτος</i>].
|mltxt=[[καρδιόπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>(σχόλ.)</b> αυτός που έχει πληγεί στην [[καρδιά]] από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, [[εμβρόντητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φαντασιό</i>-<i>πληκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐόπληκτος Medium diacritics: καρδιόπληκτος Low diacritics: καρδιόπληκτος Capitals: ΚΑΡΔΙΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kardióplēktos Transliteration B: kardioplēktos Transliteration C: kardiopliktos Beta Code: kardio/plhktos

English (LSJ)

ον, A gloss on ἐμβρόντητος, Sch.X.An.3.4.12 (ed. L. Dindorf).

German (Pape)

[Seite 1326] im Herzen getroffen, Sp.

Greek Monolingual

καρδιόπληκτος, -ον (Α)
(σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος, φαντασιό-πληκτος].