καρδιόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρδιόπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>(σχόλ.)</b> αυτός που έχει πληγεί στην [[καρδιά]] από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, [[εμβρόντητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), | |mltxt=[[καρδιόπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>(σχόλ.)</b> αυτός που έχει πληγεί στην [[καρδιά]] από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, [[εμβρόντητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φαντασιό</i>-<i>πληκτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A gloss on ἐμβρόντητος, Sch.X.An.3.4.12 (ed. L. Dindorf).
German (Pape)
[Seite 1326] im Herzen getroffen, Sp.
Greek Monolingual
καρδιόπληκτος, -ον (Α)
(σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος, φαντασιό-πληκτος].