καταστολίζω: Difference between revisions
From LSJ
νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταστολίζω:''' одевать, наряжать Plut. | |elrutext='''καταστολίζω:''' [[одевать]], [[наряжать]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
A clothe, dress, Plu.2.65d (Pass.), Eun.Hist.p.248 D.
Greek (Liddell-Scott)
καταστολίζω: στολίζω, καθ’ ὑπερβολὴν μέχρι τοῦ φορτικοῦ στολίζω, κυρίως καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς ἄγαλμα βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον σχῆμα Εὐνάπ.
French (Bailly abrégé)
vêtir, particul. parer.
Étymologie: κατά, στολίζω.
Greek Monolingual
(Α καταστολίζω)
στολίζω κάποιον ή κάτι υπερβολικά, φορτώνω με στολίδια, στολίζω άφθονα.