Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασχασμός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασχασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Γαλην.· σικύας προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ [[μετὰ]] κατασχασμοῦ Ὀρειβάσ. σ. 142 Matth.· [[ὡσαύτως]] κατάσχασμα, τό, Διοσκ. Θηρ. προοίμ.
|lstext='''κατασχασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Γαλην.· σικύας προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ μετὰ κατασχασμοῦ Ὀρειβάσ. σ. 142 Matth.· [[ὡσαύτως]] κατάσχασμα, τό, Διοσκ. Θηρ. προοίμ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασχασμός]], ὁ (Α) [[κατασχάζω]]<br />[[κατάσχασις]].
|mltxt=[[κατασχασμός]], ὁ (Α) [[κατασχάζω]]<br />[[κατάσχασις]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχασμός Medium diacritics: κατασχασμός Low diacritics: κατασχασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kataschasmós Transliteration B: kataschasmos Transliteration C: kataschasmos Beta Code: katasxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A = κατάσχασις, Gal.11.321, Antyll. ap. Orib. 7.16.15, Orib.7.18 tit.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γαλην.· σικύας προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ μετὰ κατασχασμοῦ Ὀρειβάσ. σ. 142 Matth.· ὡσαύτως κατάσχασμα, τό, Διοσκ. Θηρ. προοίμ.

Greek Monolingual

κατασχασμός, ὁ (Α) κατασχάζω
κατάσχασις.