κεχωρισμένως: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεχωρισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωριστά]] («καὶ ταῡτ' [[εἴτε]] [[κεχωρισμένως]] ὑπάρχει τισὶν [[εἴτε]] | |mltxt=[[κεχωρισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωριστά]] («καὶ ταῡτ' [[εἴτε]] [[κεχωρισμένως]] ὑπάρχει τισὶν [[εἴτε]] τοῖς αὐτοῑς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεχωρισμένος</i> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>κεχώρισμαι</i> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:58, 25 March 2021
English (LSJ)
Adv., (χωρίζω) A separately, Arist.Pol.1291a29, Aët. 16.8.
German (Pape)
[Seite 1429] abgesondert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεχωρισμένως: Ἐπίρρ. (χωρίζω) χωριστά, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 15.
French (Bailly abrégé)
adv.
séparément.
Étymologie: κεχωρισμένος, part. pf. Pass. de χωρίζω.
Greek Monolingual
κεχωρισμένως (Α)
επίρρ. χωριστά («καὶ ταῡτ' εἴτε κεχωρισμένως ὑπάρχει τισὶν εἴτε τοῖς αὐτοῑς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχωρισμένος < μτχ. παθ. παρακμ. κεχώρισμαι < χωρίζω.
Greek Monotonic
κεχωρισμένως: επίρρ., (χωρίζω), ξεχωριστά, σε Αριστ.
Middle Liddell
adv. χωρίζω
separately, Arist.