κινναμώμινος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κιννᾰμώμινος''': -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κινναμώμου ἢ [[μετὰ]] κινναμώμου, Ἀντιφάν. ἐν «’Αντείᾳ» 2, Διοσκ. 1. 74, Ἀθήν. 439Β.
|lstext='''κιννᾰμώμινος''': -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κινναμώμου ἢ μετὰ κινναμώμου, Ἀντιφάν. ἐν «’Αντείᾳ» 2, Διοσκ. 1. 74, Ἀθήν. 439Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννᾰμώμινος Medium diacritics: κινναμώμινος Low diacritics: κινναμώμινος Capitals: ΚΙΝΝΑΜΩΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kinnamṓminos Transliteration B: kinnamōminos Transliteration C: kinnamominos Beta Code: kinnamw/minos

English (LSJ)

η, ον, A prepared from or with κιννάμωμον, Antiph.35, Dsc.1.61, Ath.10.439b.

German (Pape)

[Seite 1441] von Zimmt gemacht; μύρον Pol. bei Ath. X, 439 b; πύλαι Luc. V. H. 2. 11.

Greek (Liddell-Scott)

κιννᾰμώμινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κινναμώμου ἢ μετὰ κινναμώμου, Ἀντιφάν. ἐν «’Αντείᾳ» 2, Διοσκ. 1. 74, Ἀθήν. 439Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cinname ou de cannelier.
Étymologie: κιννάμωμον.

Spanish

de cinamomo

Greek Monolingual

κινναμώμινος, -ίνη, -ον (Α) κιννάμωμον
αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο.

Russian (Dvoretsky)

κιννᾰμώμινος: сделанный из корицы, коричный (μύρον Polyb.; πύλαι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινναμώμινος -η -ον [κιννάμωμον] van kaneel.