κορυμβόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korymvoomai | |Transliteration C=korymvoomai | ||
|Beta Code=korumbo/omai | |Beta Code=korumbo/omai | ||
|Definition=Pass., | |Definition=Pass., to [[be formed into a]] κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη <span class="bibl">Nic.Dam. 62</span> J. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορυμβόομαι''': Παθ., ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''κορυμβόομαι''': Παθ., ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 24 August 2022
English (LSJ)
Pass., to be formed into a κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62 J.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβόομαι: Παθ., ἐπὶ τῆς κόμης, σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.