κοπρίας: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπρίας]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από [[κοπριά]], αυτός που αρέσκεται να ζει σε [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> (για γελωτοποιούς) <i>οἱ κοπρίαι</i><br />βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ( | |mltxt=[[κοπρίας]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από [[κοπριά]], αυτός που αρέσκεται να ζει σε [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> (για γελωτοποιούς) <i>οἱ κοπρίαι</i><br />βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. <i>εγκληματ</i>-<i>ίας</i>, <i>χαλαζ</i>-<i>ίας</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (κόπρος) in pl., A buffoons, a word first used under the Roman emperors, D.C.50.28, 73.6: Lat. copreae, Suet. Tib.61. (Perh. so called because ἐκ κοπρίας ἀναιρεθέντες, or because of their obscenity.)
German (Pape)
[Seite 1483] ὁ, schmutziger Possenreißer, Mistfinke; Dio. Cass. 15, 28; καὶ γελωτοποιοί 73, 6; copreae bei Sueton. Tib. 61.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρίας: -ου, ὁ, (κόπρος) ἐν τῷ πληθ., βρωμεροί, αἰσχροὶ ἄνθρωποι, λέξις ἐν χρήσει τὸ πρῶτον κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμ. αὐτοκρατόρων, Δίων Κ. 50. 28., 73. 6· copreae παρὰ Sueton Tiber 61.
Greek Monolingual
κοπρίας, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά
2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι
βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ίας (πρβλ. εγκληματ-ίας, χαλαζ-ίας)].