κυλινδροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κυλινδροειδής:''' цилиндрический ([[σχῆμα]] Plut.).
|elrutext='''κυλινδροειδής:''' [[цилиндрический]] ([[σχῆμα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλινδροειδής Medium diacritics: κυλινδροειδής Low diacritics: κυλινδροειδής Capitals: ΚΥΛΙΝΔΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kylindroeidḗs Transliteration B: kylindroeidēs Transliteration C: kylindroeidis Beta Code: kulindroeidh/s

English (LSJ)

ές, A cylindrical, Euc.Phaen.p.4 M., Placit. 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero Spir.2.34. Adv. -δῶς Eust.1604.58.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme cylindrique.
Étymologie: κύλινδρος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α κυλινδροειδής, -ές)
αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές
σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους οδούς.
επίρρ...
κυλινδροειδώς (Α κυλινδροειδώς)
με κυλινδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κυλινδροειδής: цилиндрический (σχῆμα Plut.).