λιβανωτρίς: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιβανωτρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[λιβανοθήκη]], θυμιατήρι, λιβανιστήρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[λιβανωτίς]], με [[επίθημα]] -[[τρίς]] ( | |mltxt=[[λιβανωτρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[λιβανοθήκη]], θυμιατήρι, λιβανιστήρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[λιβανωτίς]], με [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. <i>ουρη</i>-[[τρίς]], <i>υμνη</i>-[[τρίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐβᾰνωτρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut. | |elrutext='''λῐβᾰνωτρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A censer, Carnead. ap. Plu.2.477b, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.20 (Thyatira), Ramsay Studiesin the Eastern Rom.Provinces p.319 (Pisidia), Hsch.
German (Pape)
[Seite 42] ίδος, ἡ, Weihrauchbüchse, Räucherfaß, Plut. tranqu. an. 19; auch λιβανωτίς geschrieben, Polyaen. 4, 8, 2 u. Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνωτρίς: -ίδος, ἡ, θυμιατήριον, Λατ. thuribulum, Καρνεάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 477Β, Πολύαιν. 4. 8, 2, ― ἔνθα κακῶς λιβανωτίς, Λοβεκ. Φρύνιχ. 255.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
encensoir.
Étymologie: λίβανος.
Greek Monolingual
λιβανωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του λιβανωτίς, με επίθημα -τρίς (πρβλ. ουρη-τρίς, υμνη-τρίς)].
Russian (Dvoretsky)
λῐβᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.