λιπεσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπεσάνωρ]] ή [[λιπεσήνωρ]] -ορος, ἡ (Α)<br />(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπεσ</i>- παρεκτεταμένη [[μορφή]] του <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δυσάνωρ]], [[πολυάνωρ]]].
|mltxt=[[λιπεσάνωρ]] ή [[λιπεσήνωρ]] -ορος, ἡ (Α)<br />(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπεσ</i>- παρεκτεταμένη [[μορφή]] του <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), [[πρβλ]]. [[δυσάνωρ]], [[πολυάνωρ]]].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπεσάνωρ Medium diacritics: λιπεσάνωρ Low diacritics: λιπεσάνωρ Capitals: ΛΙΠΕΣΑΝΩΡ
Transliteration A: lipesánōr Transliteration B: lipesanōr Transliteration C: lipesanor Beta Code: lipesa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ἡ, A forsaker of her husband, of Helen, Stesich. 26.5.

Greek Monolingual

λιπεσάνωρ ή λιπεσήνωρ -ορος, ἡ (Α)
(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ- παρεκτεταμένη μορφή του λιπ(ο)- + -ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσάνωρ, πολυάνωρ].