μαραντικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαραντικός]], -ή, -όν (Α) [[μαραίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει<br /><b>2.</b> μαραμένος, [[αδύνατος]] («[[γέρων]] ῥυσὸς καὶ [[μαραντικός]]», Φρύν.).
|mltxt=[[μαραντικός]], -ή, -όν (Α) [[μαραίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει<br /><b>2.</b> μαραμένος, [[αδύνατος]] («[[γέρων]] ῥυσὸς καὶ [[μαραντικός]]», Φρύν.).
}}
{{pape
|ptext=<i>welk, [[schwach]] [[machend]], Schol. Il</i>. 9.242. Bei Phryn. in <i>B.A</i>. 32 Erkl. von [[γέρων]] [[ῥυσός]], <i>[[schwach]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαραντικός Medium diacritics: μαραντικός Low diacritics: μαραντικός Capitals: ΜΑΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: marantikós Transliteration B: marantikos Transliteration C: marantikos Beta Code: marantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A marantic, wasting away, pining away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59. II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.

Greek Monolingual

μαραντικός, -ή, -όν (Α) μαραίνω
1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει
2. μαραμένος, αδύνατοςγέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.).

German (Pape)

welk, schwach machend, Schol. Il. 9.242. Bei Phryn. in B.A. 32 Erkl. von γέρων ῥυσός, schwach.