μακρόλοβος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακρόλοβος]], -ον (Α)<br />(για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λοβός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρογγυλό</i>-<i>λοβος</i>)].
|mltxt=[[μακρόλοβος]], -ον (Α)<br />(για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λοβός]] ([[πρβλ]]. <i>στρογγυλό</i>-<i>λοβος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόλοβος Medium diacritics: μακρόλοβος Low diacritics: μακρόλοβος Capitals: ΜΑΚΡΟΛΟΒΟΣ
Transliteration A: makrólobos Transliteration B: makrolobos Transliteration C: makrolovos Beta Code: makro/lobos

English (LSJ)

ον, A with long pods, Thphr. HP8.5.2.

Greek Monolingual

μακρόλοβος, -ον (Α)
(για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + λοβός (πρβλ. στρογγυλό-λοβος)].