μετακάρπιον: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακάρπιον''': τό, (καρπός Β) τὸ [[μετὰ]] τὸν καρπὸν [[μέρος]] τῆς χειρός, «[[μετακάρπιον]] δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. [[προκάρπιον]].
|lstext='''μετακάρπιον''': τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν [[μέρος]] τῆς χειρός, «[[μετακάρπιον]] δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. [[προκάρπιον]].
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακάρπιον Medium diacritics: μετακάρπιον Low diacritics: μετακάρπιον Capitals: ΜΕΤΑΚΑΡΠΙΟΝ
Transliteration A: metakárpion Transliteration B: metakarpion Transliteration C: metakarpion Beta Code: metaka/rpion

English (LSJ)

τό, (καρπός B) A bones forming the palm of the hand, Gal.UP2.4, al., Poll.2.143, Heliod. ap. Orib.49.15.3.

German (Pape)

[Seite 147] τό, der Theil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετακάρπιον: τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν μέρος τῆς χειρός, «μετακάρπιον δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. προκάρπιον.