μιγής: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιγής]], -ές (Α)<br />[[μικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -[[μιγής]] ( | |mltxt=[[μιγής]], -ές (Α)<br />[[μικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -[[μιγής]] ([[πρβλ]]. <i>α</i>-[[μιγής]], <i>συμ</i>-[[μιγής]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A = μικτός, Nic.Fr.68.4.
German (Pape)
[Seite 182] ές, gemischt, Nic. bei Ath. III, 126 b, wenn nicht μιγῆ adverbial = μίγδην zu nehmen ist.
Greek (Liddell-Scott)
μῐγής: -ές, = μικτός, Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.
Greek Monolingual
μιγής, -ές (Α)
μικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -μιγής (πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής)].