μικρόκομψος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μικρόκομψος]], -ον (Α)<br />(για το ύφος) ο [[κομψός]] σε μικρά, [[λεπτός]], [[λεπτολόγος]], [[λεπτομερειακός]] («μικρόκομψον [[σχῆμα]] συνθέσεως», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κομψός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>κομψος</i>)].
|mltxt=[[μικρόκομψος]], -ον (Α)<br />(για το ύφος) ο [[κομψός]] σε μικρά, [[λεπτός]], [[λεπτολόγος]], [[λεπτομερειακός]] («μικρόκομψον [[σχῆμα]] συνθέσεως», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κομψός]] ([[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>κομψος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόκομψος Medium diacritics: μικρόκομψος Low diacritics: μικρόκομψος Capitals: ΜΙΚΡΟΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: mikrókompsos Transliteration B: mikrokompsos Transliteration C: mikrokompsos Beta Code: mikro/komyos

English (LSJ)

ον, A finicking, affected, D.H.Comp. 4.

German (Pape)

[Seite 184] kleinlich geputzt, D. Hal. C. V. c. 4.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόκομψος: -ον, ἔχων κομψότητα ἐν μικροῖς, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 4.

Greek Monolingual

μικρόκομψος, -ον (Α)
(για το ύφος) ο κομψός σε μικρά, λεπτός, λεπτολόγος, λεπτομερειακός («μικρόκομψον σχῆμα συνθέσεως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + κομψός (πρβλ. πολύ-κομψος)].