μονόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> «μονόχωρη [[ωοθήκη]]» — [[ωοθήκη]] από [[πολλά]] καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο [[κοιλότητα]], έναν μόνο εσωτερικό χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πεσσό στο [[παιχνίδι]] του άβακα) απομονωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονόχωρον</i><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>χωρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> «μονόχωρη [[ωοθήκη]]» — [[ωοθήκη]] από [[πολλά]] καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο [[κοιλότητα]], έναν μόνο εσωτερικό χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πεσσό στο [[παιχνίδι]] του άβακα) απομονωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονόχωρον</i><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), [[πρβλ]]. <i>μεσό</i>-<i>χωρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χωρος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:26, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχωρος Medium diacritics: μονόχωρος Low diacritics: μονόχωρος Capitals: ΜΟΝΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: monóchōros Transliteration B: monochōros Transliteration C: monochoros Beta Code: mono/xwros

English (LSJ)

ον, A isolated, of a piece in draughts, Gloss. II μονό-χωρον, τό, measure of wine, etc., in Egypt, PFay.220 (ii A. D.), Sammelb.4425 vii 26 (ii A. D.), PFlor.76 (iii A. D.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχωρος, -ον)
νεοελλ.
βοτ. φρ. «μονόχωρη ωοθήκη» — ωοθήκη από πολλά καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο κοιλότητα, έναν μόνο εσωτερικό χώρο
αρχ.
1. (για πεσσό στο παιχνίδι του άβακα) απομονωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόχωρον
μέτρο χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. μεσό-χωρος, πολύ-χωρος].