νοοποιός: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νοοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς | |mltxt=[[νοοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 13 June 2022
English (LSJ)
όν, A creating Intelligence, δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.
Greek (Liddell-Scott)
νοοποιός: -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, δύναμις Πλωτῖνος 753C.
Greek Monolingual
νοοποιός, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ποιός].