πρόμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόμετρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρόμετρο</i><br />το ακραίο [[τμήμα]] του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μακρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρόμετρον</i><br />η προηγούμενη [[μονάδα]] μέτρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>μετρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πρόμετρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρόμετρο</i><br />το ακραίο [[τμήμα]] του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μακρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρόμετρον</i><br />η προηγούμενη [[μονάδα]] μέτρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[επίμετρος]]].
}}
}}

Revision as of 11:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμετρος Medium diacritics: πρόμετρος Low diacritics: πρόμετρος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: prómetros Transliteration B: prometros Transliteration C: prometros Beta Code: pro/metros

English (LSJ)

ον, A = μακρός, Sm.2 Ki. 21.20. II πρόμετρον, τό, previous measure, of a unit, Syrian. in Metaph.134.26.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόμετρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο
το ακραίο τμήμα του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων
αρχ.
1. μακρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον
η προηγούμενη μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. επίμετρος].