σιδόεις: Difference between revisions
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "πεῑον" to "πεῖον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />αυτός που προέρχεται από τη [[σίδη]], τη [[ροδιά]], ή ο όμοιος με τη [[σίδη]] («σιδόεν | |mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />αυτός που προέρχεται από τη [[σίδη]], τη [[ροδιά]], ή ο όμοιος με τη [[σίδη]] («σιδόεν καρπεῖον», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 3 June 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, A of the pomegranate, καρπεῖον Nic.Al.276.
German (Pape)
[Seite 880] εσσα, εν, vom Granatapfel, von seiner Farbe, granatroth, Nic. Al. 276.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδόεις: εσσα, εν, ὁ ἐκ σίδης (ῥοιᾶς), ὅμοιος ῥοιᾷ, Νικ. Ἀλεξιφ. 276.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που προέρχεται από τη σίδη, τη ροδιά, ή ο όμοιος με τη σίδη («σιδόεν καρπεῖον», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις].