σοφισματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σοφισμᾰτώδης:''' похожий на софизм, софистический (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.). | |elrutext='''σοφισμᾰτώδης:''' [[похожий на софизм]], [[софистический]] (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A sophistical, Arist.Top.158a35, Procl.in Prm.p.954 S.
German (Pape)
[Seite 914] ες, einem σόφισμα ähnlich, Arist. top. 8, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισμᾰτώδης: -ες, σοφιστικός, πλήρης σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σόφισμα, -ίσματος]
(για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα.
Russian (Dvoretsky)
σοφισμᾰτώδης: похожий на софизм, софистический (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.).