σπιλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπιλωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σπιλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.
|mltxt=-ή, -ό / [[σπιλωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σπιλῶ]], -ώνω<br />αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.
}}
}}

Revision as of 06:48, 16 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐλωτός Medium diacritics: σπιλωτός Low diacritics: σπιλωτός Capitals: ΣΠΙΛΩΤΟΣ
Transliteration A: spilōtós Transliteration B: spilōtos Transliteration C: spilotos Beta Code: spilwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A stained, Gloss.

German (Pape)

[Seite 921] befleckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλωτός: -ή, -όν, (σπιλόω) κεκηλιδωμένος, «λερωμένος», Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπιλωτός, -ή, -όν, ΝΑ σπιλῶ, -ώνω
αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.