σταφιδευταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>φρ.</b> «σταφιδευταῑος [[οἶνος]]» — [[κρασί]] από [[ξηρή]] [[σταφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖοςπιθ</i>. μέσω αμάρτυρου <i>σταφιδευτής</i>].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>φρ.</b> «σταφιδευταῖος [[οἶνος]]» — [[κρασί]] από [[ξηρή]] [[σταφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖοςπιθ</i>. μέσω αμάρτυρου <i>σταφιδευτής</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.
|elnltext=σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.
}}
}}

Revision as of 08:42, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῐδευταῖος Medium diacritics: σταφιδευταῖος Low diacritics: σταφιδευταίος Capitals: ΣΤΑΦΙΔΕΥΤΑΙΟΣ
Transliteration A: staphideutaîos Transliteration B: staphideutaios Transliteration C: stafideftaios Beta Code: stafideutai=os

English (LSJ)

α, ον, (σταφίς) A of dried grapes,= στεμφυλίτης, τρύγες Hp.Morb.3.17; σταφίδιοι οἶνοι raisin wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.Fr.19, Gloss.

German (Pape)

[Seite 930] von getrockneten und gepreßten Weinbeeren, Hippocr., τρὺξ στεμφυλῖτις σταφ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῐδευταῖος: -α, -ον, (σταφὶς) ὁ ἐκ ξηρῶν σταφυλῶν ἤτοι σταφίδων, ὡς τὸ στεμφυλίτης, Ἱππ. 497. 8· σταφίδιος οἶνος, ὁ ἐξ ἀσταφίδων, αὐτόθι 7· σταφιδίτης οἶνος Γλωσσ., ἑτέρα γραφὴ σταφιδευτέος, ἴδε Θ. Παπαδημητρακόπουλου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 111.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
φρ. «σταφιδευταῖος οἶνος» — κρασί από ξηρή σταφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + κατάλ. -αῖοςπιθ. μέσω αμάρτυρου σταφιδευτής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.