στολίδωμα: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[ | |mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῦμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.). | |elrutext='''στολίδωμα:''' ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 26 March 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
Greek (Liddell-Scott)
στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.
Greek Monolingual
τὸ, Α στολιδοῦμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).
Russian (Dvoretsky)
στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).