στραγγουριώδης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγουριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ.
|lstext='''στραγγουριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 943, 947, κτλ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγουριώδης Medium diacritics: στραγγουριώδης Low diacritics: στραγγουριώδης Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: strangouriṓdēs Transliteration B: strangouriōdēs Transliteration C: straggouriodis Beta Code: straggouriw/dhs

English (LSJ)

ες, A of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from strangury, ib.2.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 943, 947, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).