συνοικέσιον: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόν → suspicion is a terrible evil for people

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνοικέσιον''': τό, = [[συνοίκησις]], ἰδίως [[γάμος]], ὡς καὶ νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 204, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 516. ΙΙ. ἴδε [[συνοικία]].
|lstext='''συνοικέσιον''': τό, = [[συνοίκησις]], ἰδίως [[γάμος]], ὡς καὶ νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 204, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 516. ΙΙ. ἴδε [[συνοικία]].
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[συνοίκησις]], Sp., Lobeck <i>Phryn</i>. 516. S. auch [[συνοίκια]].
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικέσιον Medium diacritics: συνοικέσιον Low diacritics: συνοικέσιον Capitals: ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΟΝ
Transliteration A: synoikésion Transliteration B: synoikesion Transliteration C: synoikesion Beta Code: sunoike/sion

English (LSJ)

τό, A = συνοίκησις, esp. marriage, -ίου συγγραφή PTeb. 809.5 (ii B.C.), POxy.250 (i A.D.), cf. Cat.Cod.Astr.7.110, Lyd.Mens. 4.89, etc. II συνοικέσια, τά, = συνοίκια, Sch.Ar.Pax1019.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικέσιον: τό, = συνοίκησις, ἰδίως γάμος, ὡς καὶ νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 204, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 516. ΙΙ. ἴδε συνοικία.

German (Pape)

τό, = συνοίκησις, Sp., Lobeck Phryn. 516. S. auch συνοίκια.