τρῦμα: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ [[τρύω]]<br />οπή που έχει προκύψει από [[τριβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[δρύπη]] της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το [[ενδοκάρπιο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[πόνος]]».
|mltxt=το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ [[τρύω]]<br />οπή που έχει προκύψει από [[τριβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[δρύπη]] της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το [[ενδοκάρπιο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[πόνος]]».
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[τρύμη]], <i>das Loch</i> (?).
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦμα Medium diacritics: τρῦμα Low diacritics: τρύμα Capitals: ΤΡΥΜΑ
Transliteration A: trŷma Transliteration B: tryma Transliteration C: tryma Beta Code: tru=ma

English (LSJ)

ατος, τό, A = τρύμη, hole, Sch.Ar.Nu.447. II τρύμα, = πόνος, Theognost.Can.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦμα: τό, (τρύω) = τρύμη, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = πόνος, Θεογνώστ. Καν. 24. 22.

Greek Monolingual

το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ τρύω
οπή που έχει προκύψει από τριβή
νεοελλ.
βοτ. δρύπη της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».

German (Pape)

τό, = τρύμη, das Loch (?).