τριπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριπρόσωπος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πρόσωπα, που εμφανίζεται με [[τρεις]] μορφές, [[τρίμορφος]] («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από [[τρία]] πρόσωπα, από [[τρεις]] υποστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριπρόσωπο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>εκκλ.</b> [[ψηφοδέλτιο]] με [[τρία]] ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=-η, -ο / [[τριπρόσωπος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πρόσωπα, που εμφανίζεται με [[τρεις]] μορφές, [[τρίμορφος]] («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από [[τρία]] πρόσωπα, από [[τρεις]] υποστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριπρόσωπο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>εκκλ.</b> [[ψηφοδέλτιο]] με [[τρία]] ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. [[διπρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπρόσωπος Medium diacritics: τριπρόσωπος Low diacritics: τριπρόσωπος Capitals: ΤΡΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: triprósōpos Transliteration B: triprosōpos Transliteration C: triprosopos Beta Code: tripro/swpos

English (LSJ)

ον, A three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.

Spanish

de tres caras

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρία πρόσωπα, που εμφανίζεται με τρεις μορφές, τρίμορφος («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», Αθήν.)
2. (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από τρία πρόσωπα, από τρεις υποστάσεις
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριπρόσωπο(ν)
εκκλ. ψηφοδέλτιο με τρία ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. διπρόσωπος.