φθορικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθορικός''': -ή, -όν, καταστρεπτικός, | |lstext='''φθορικός''': -ή, -όν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Ὡραπόλλων· ἴδε Bast. Ep. Crit. 83. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθορά]] ή [[φθόρος]]<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φθορά]] ή [[φθόρος]]<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 April 2021
English (LSJ)
ή, όν, A destructive, c. gen., Horap.2.79 (φθορόοικον ed. Pauw, φθορικὸν cod.Vat. ap.Bast.Ep.Crit.p.83).
German (Pape)
[Seite 1273] verderblich, τινός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φθορικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Ὡραπόλλων· ἴδε Bast. Ep. Crit. 83.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φθορά ή φθόρος
ολέθριος, καταστρεπτικός.