φθορικός
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
φθορική, φθορικόν, destructive, c. gen., Horap.2.79 (φθορόοικον ed. Pauw, φθορικὸν cod.Vat. ap.Bast.Ep.Crit.p.83).
German (Pape)
[Seite 1273] verderblich, τινός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φθορικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Ὡραπόλλων· ἴδε Bast. Ep. Crit. 83.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φθορά ή φθόρος
ολέθριος, καταστρεπτικός.