φρενῖτις: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρενῖτις''': -ιδος, ἡ, (φρὴν) φλεγμονὴ τοῦ ἐγκεφάλου, σφοδρὸς πυρετὸς | |lstext='''φρενῖτις''': -ιδος, ἡ, (φρὴν) φλεγμονὴ τοῦ ἐγκεφάλου, σφοδρὸς πυρετὸς μετὰ παραφροσύνης, Ἱππ. Ἀφορ. 1248, κλπ.· πρβλ. Foës. Oecon. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:26, 20 April 2021
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A inflammation of the brain, phrenitis, Hp.Aph.3.30 (pl.), Com.Adesp.344 (pl.), D.Chr.48.12, Luc.Symp. 20; φλεγμονὴν τοῦ διαφράγματος εἶναι τὴν φ. Diocl.Fr.38.
German (Pape)
[Seite 1304] ιδος, ἡ, eigtl. adj. fem., zur Seele gehörig, dah. νοῦσος φρενῖτις, Seelen-, Gemüthskrankheit, der Wahnsinn des hitzigen Fiebers, übh. Wahnsinn; Luc. conv. 20; Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φρενῖτις: -ιδος, ἡ, (φρὴν) φλεγμονὴ τοῦ ἐγκεφάλου, σφοδρὸς πυρετὸς μετὰ παραφροσύνης, Ἱππ. Ἀφορ. 1248, κλπ.· πρβλ. Foës. Oecon. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.
French (Bailly abrégé)
ίτιδος (ἡ) :
s.e. νόσος;
transport ; folie, démence.
Étymologie: φρήν.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. φρενίτιδα.
Russian (Dvoretsky)
φρενῖτις: ιδος ἡ (sc. νόσος) безумие, (буйное) помешательство Plut., Luc.
Middle Liddell
φρενῖτις, ιδος, ἡ, φρήν
inflammation of the brain, phrenitis.