χηνιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, και [[χηνιδής]], -οῡς, ὁ, Α<br />[[χηνάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χήν</i>, <i>χηνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιδεύς</i>, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>ἀετ</i>-<i>ιδεύς</i>)].
|mltxt=-έως, και [[χηνιδής]], -οῦς, ὁ, Α<br />[[χηνάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χήν</i>, <i>χηνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιδεύς</i>, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>ἀετ</i>-<i>ιδεύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:35, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνῐδεύς Medium diacritics: χηνιδεύς Low diacritics: χηνιδεύς Capitals: ΧΗΝΙΔΕΥΣ
Transliteration A: chēnideús Transliteration B: chēnideus Transliteration C: chinideys Beta Code: xhnideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A gosling, Ael.NA7.47, Eust.753.56.

German (Pape)

[Seite 1353] έως, ὁ, die junge Gans, Ael. H. A. 7, 47.

Greek (Liddell-Scott)

χηνῐδεύς: έως, ὁ, (χὴν) μικρὸς χήν, «χηνίτσα», Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, πρβλ. Εὐστ. 753. 55.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
oison.
Étymologie: χήν.

Greek Monolingual

-έως, και χηνιδής, -οῦς, ὁ, Α
χηνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα -ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ-ιδεύς)].