χηνοβωτία: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χηνοβωτία:''' ἡ разведение гусей Plat. | |elrutext='''χηνοβωτία:''' ἡ [[разведение гусей]] Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A = χηνοβοσία, Pl.Plt.264c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, Plat. Polit. 264 c; vgl. auch χηνοβοσία u. Lob. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
χηνοβωτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία.
Greek Monolingual
και χηνοβοτία, ἡ, Α
η χηνοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοτία / -βωτία (< -βότης/-βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο-βωτία, ὀρφο-βοτία].
Russian (Dvoretsky)
χηνοβωτία: ἡ разведение гусей Plat.