ἀμφιελικτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιελικτός]], -ον (Α)<br />(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιελίσσω]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἀμφελικτός</i>].
|mltxt=[[ἀμφιελικτός]], -ον (Α)<br />(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιελίσσω]]<br />[[πρβλ]]. και <i>ἀμφελικτός</i>].
}}
}}

Revision as of 15:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιελικτός Medium diacritics: ἀμφιελικτός Low diacritics: αμφιελικτός Capitals: ΑΜΦΙΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: amphieliktós Transliteration B: amphieliktos Transliteration C: amfieliktos Beta Code: a)mfielikto/s

English (LSJ)

όν, A revolving, of stars, Arat.378; winding, περίπλοος D.P.466. ἀμφιέλισσα, ἡ, (ἑλίσσω) Ep. Adj., only fem., in Hom. always of ships, Il.2.165,al., either curved at both ends (or on both sides), or wheeling either way, handy; in late Ep., twisting, doubling, ἱμάσθλη ἀ. Nonn.D.48.328; μίτρη Jo.Gaz.1.319; wavering, doubtful, ἀοιδή Tryph.667.

Greek Monolingual

ἀμφιελικτός, -ον (Α)
(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσω
πρβλ. και ἀμφελικτός].