ἀμφώδων: Difference between revisions
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον, gen. -οντος | |dgtxt=-ον, gen. -οντος<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμφόδων]] Gal.18(1).358<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ουν Arist.<i>HA</i> 507<sup>b</sup>34]<br /><b class="num">1</b> [[con dientes en ambas mandíbulas]] de caballos, asnos, Hp.<i>Art</i>.8, cf. Arist.<i>HA</i> 501<sup>a</sup>11, 495<sup>b</sup>31, <i>PA</i> 663<sup>b</sup>36, 675<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[asno]] ἀμφώδοντος ἐξ ἄκρων λοβῶν φθέρσας κύφελλα cortando desde las raíces de los lóbulos sus orejas de asno</i> de Midas, Lyc.1401, cf. Hsch., <i>EM</i> 1217. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφώδων]] (-οντος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]], με [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -<i>ω</i>- (<i>ἀμφ</i>-<i>ώδων</i>) λόγω της συνθέσεως]. | |mltxt=[[ἀμφώδων]] (-οντος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]], με [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -<i>ω</i>- (<i>ἀμφ</i>-<i>ώδων</i>) λόγω της συνθέσεως]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 20 July 2021
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, (ὀδούς) A with incisor-teeth in both jaws, opp. ruminants, Arist.HA501a11, cf. PA675a5, HA495b31, al. II Subst., ass, Lyc.1401. (Freq. written ἀμφόδων; cf. ἀμφόδους.)
German (Pape)
[Seite 146] οντος, ὁ, oben und unten Zähne habend (όδούς), Arist. II. A. 2, 3, 8 (Bekk. 2, 1, p. 501, 11). – Bei Lyc. 1401 der Esel.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφώδων: -οντος, ὁ, ἡ, (ὁδοὺς) ὁ ἔχων ὀδόντας ἐν ἀμφοτέραις ταῖς σιαγόναις, ὡς πάντα τὰ σαρκοφάγα ζῷα, ἐνῷ τὰ μηρυκαστικὰ εἶναι οὐκ ἀμφώδοντα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 50. πρβλ. Μορ. Ζ. 3. 2, 18, Ἱστ. Ζ. 1. 16, 18 καὶ ἄλλ. ΙΙ. ὡς οὐσ., ὁ ὄνος Λυκόφρ. 1410. - Ὁ τύπος ἀμφόδων εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. συγγραφεῦσι, πρβλ. καὶ ἀμφόδους.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -οντος
• Alolema(s): tb. ἀμφόδων Gal.18(1).358
• Morfología: [-ουν Arist.HA 507b34]
1 con dientes en ambas mandíbulas de caballos, asnos, Hp.Art.8, cf. Arist.HA 501a11, 495b31, PA 663b36, 675a5.
2 subst. ὁ ἀ. asno ἀμφώδοντος ἐξ ἄκρων λοβῶν φθέρσας κύφελλα cortando desde las raíces de los lóbulos sus orejas de asno de Midas, Lyc.1401, cf. Hsch., EM 1217.
Greek Monolingual
ἀμφώδων (-οντος), ο, η (Α)
αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -ω- (ἀμφ-ώδων) λόγω της συνθέσεως].