ἀναμινυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμινῠρίζω''': ἄδω ἀσθενῶς, [[μετὰ]] χαμηλῆς καὶ κλαυθμηρᾶς φωνῆς, Πρωτ. παρ’ Ἀθην. 176Β.
|lstext='''ἀναμινῠρίζω''': ἄδω ἀσθενῶς, μετὰ χαμηλῆς καὶ κλαυθμηρᾶς φωνῆς, Πρωτ. παρ’ Ἀθην. 176Β.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:40, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμινῠρίζω Medium diacritics: ἀναμινυρίζω Low diacritics: αναμινυρίζω Capitals: ΑΝΑΜΙΝΥΡΙΖΩ
Transliteration A: anaminyrízō Transliteration B: anaminyrizō Transliteration C: anaminyrizo Beta Code: a)naminuri/zw

English (LSJ)

A sing languishingly, Protagorid.2.

German (Pape)

[Seite 198] vorträllern, bei Ath. IV, 176 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμινῠρίζω: ἄδω ἀσθενῶς, μετὰ χαμηλῆς καὶ κλαυθμηρᾶς φωνῆς, Πρωτ. παρ’ Ἀθην. 176Β.

Spanish (DGE)

entonar τῷ ... μοναύλῳ τὰς ἡδίστας ἁρμονίας Protagorid.2a.

Greek Monolingual

ἀναμινυρίζω (ΑΜ)
τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»].