ἀργυροπράτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργυροπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], [[τραπεζίτης]], Κύριλλ. Ἀλ. ΙΧ. 12Β, Ἰουστ. Νεαρ. 136 : ― Ἐντεῦθεν, -ᾱτικός, ή, όν, Βυζ. -πρατεῖον, τό, Βυζ. | |lstext='''ἀργυροπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, [[ἀργυραμοιβός]], [[τραπεζίτης]], Κύριλλ. Ἀλ. ΙΧ. 12Β, Ἰουστ. Νεαρ. 136: ― Ἐντεῦθεν, -ᾱτικός, ή, όν, Βυζ. -πρατεῖον, τό, Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:55, 21 August 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, A money-dealer, PSI1.76.2 (vi A.D.):—hence ἀργῠρο-ᾱτικός, ή, όν, Just.Nov.136.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυροπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, τραπεζίτης, Κύριλλ. Ἀλ. ΙΧ. 12Β, Ἰουστ. Νεαρ. 136: ― Ἐντεῦθεν, -ᾱτικός, ή, όν, Βυζ. -πρατεῖον, τό, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ banquero, cambista, IEphesos 2271, MAMA 3.255 (Córico), Cyr.Al.Nest.proem.(p.13.29), Polyb.Rh.M.41.81A, Iust.Nou.136.1, Io.Mal.Chron.M.97.712A, PSI 76.2 (VI d.C.), POxy.127re.5, 12, 144.13 (VI d.C.).
Greek Monolingual
ἀργυροπράτης, ο (AM)
ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πράτης < θ. πρα- του ρ. πέρνημι «ανθρωποεμπορεύομαι, πουλώ»].