ἀσπαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπαρίζω]] (Α)<br />[[ασπαίρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ασπαίρω]], από ένα ρηματικό θ. <i>ασπαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ασκαρίζω]]: [[σκαίρω]])].
|mltxt=[[ἀσπαρίζω]] (Α)<br />[[ασπαίρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ασπαίρω]], από ένα ρηματικό θ. <i>ασπαρ</i> ([[πρβλ]]. [[ασκαρίζω]]: [[σκαίρω]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσπᾰρίζω:''' биться, трепетать (οἱ ἰχθύες ἀσπαρίζοντες ἐν ἀέρι Arst.).
|elrutext='''ἀσπᾰρίζω:''' биться, трепетать (οἱ ἰχθύες ἀσπαρίζοντες ἐν ἀέρι Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:01, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπαρίζω Medium diacritics: ἀσπαρίζω Low diacritics: ασπαρίζω Capitals: ΑΣΠΑΡΙΖΩ
Transliteration A: asparízō Transliteration B: asparizō Transliteration C: asparizo Beta Code: a)spari/zw

English (LSJ)

for σπαρίζω, A = ἀσπαίρω, Arist.PA696a20, Resp.471b13.

German (Pape)

[Seite 373] = ἀσπαίρω, zappeln, von Fischen, Arist. part. anim. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπαρίζω: ἀντὶ σπαρίζω, = ἀσπαίρω, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 13, 11.

Spanish (DGE)

jadear, agitarse convulsamente (οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα Arist.Iuu.471b13, cf. PA 696a20, Hsch.

Greek Monolingual

ἀσπαρίζω (Α)
ασπαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ασπαίρω, από ένα ρηματικό θ. ασπαρ (πρβλ. ασκαρίζω: σκαίρω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀσπᾰρίζω: биться, трепетать (οἱ ἰχθύες ἀσπαρίζοντες ἐν ἀέρι Arst.).