ἐνάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[armonioso]] συμφωνία LXX 4<i>Ma</i>.14.3 (var.).<br /><b class="num">2</b> [[concordante]] c. giro prep. (ταῦτα) πρὸς ἄλλα ἐνάρμοστα Iambl.<i>Myst</i>.3.18 (var.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[armonioso]] συμφωνία [[LXX]] 4<i>Ma</i>.14.3 (var.).<br /><b class="num">2</b> [[concordante]] c. giro prep. (ταῦτα) πρὸς ἄλλα ἐνάρμοστα Iambl.<i>Myst</i>.3.18 (var.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάρμοστος]], -ον)<br />αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμονικός]], [[εύρυθμος]] («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνάρμοστος]], -ον)<br />αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμονικός]], [[εύρυθμος]] («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).
}}
}}

Revision as of 16:15, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάρμοστος Medium diacritics: ἐνάρμοστος Low diacritics: ενάρμοστος Capitals: ΕΝΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: enármostos Transliteration B: enarmostos Transliteration C: enarmostos Beta Code: e)na/rmostos

English (LSJ)

ον, A harmonious, συμφωνίας LXX 4 Ma.14.3; concordant, πρὸς ἄλλα Iamb. Myst.3.18.

German (Pape)

[Seite 830] angepaßt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάρμοστος: -ον, (ἐναρμόζω) ἁρμόζων, ἀμφίβολον ἐν Ἰωσήπ. Μακκ. 14. 3.

Spanish (DGE)

-ον
1 armonioso συμφωνία LXX 4Ma.14.3 (var.).
2 concordante c. giro prep. (ταῦτα) πρὸς ἄλλα ἐνάρμοστα Iambl.Myst.3.18 (var.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάρμοστος, -ον)
αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε κάτι
αρχ.
αρμονικός, εύρυθμος («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).