ἐξέγερσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξέγερσις''': -εως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, [[μετὰ]] τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C.
|lstext='''ἐξέγερσις''': -εως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, μετὰ τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:10, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέγερσις Medium diacritics: ἐξέγερσις Low diacritics: εξέγερσις Capitals: ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ
Transliteration A: exégersis Transliteration B: exegersis Transliteration C: eksegersis Beta Code: e)ce/gersis

English (LSJ)

εως, ἡ, A awakening, Plb.9.15.4 (pl.). 2 waking up, D.H.3.70, Plu.2.909d.

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, das Aufwachen, Aufstehen; Pol. 9, 15, 4; D. Hal. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέγερσις: -εως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, μετὰ τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de réveiller, d’exciter.
Étymologie: ἐξεγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέγερσις: εως ἡ пробуждение Plut.: ποιεῖν τὰς ἐξεγέρσεις Polyb. просыпаться.