ἐξεπαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεπαίρω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῑν τὰ χρήματα ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐξεπαίρω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήματα ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξεπαίρω:''' побуждать, поощрять, подстрекать (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι [[μεῖζον]], ἢ [[χρεών]], φρονεῖν Plut.).
|elrutext='''ἐξεπαίρω:''' побуждать, поощрять, подстрекать (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι [[μεῖζον]], ἢ [[χρεών]], φρονεῖν Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:30, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπαίρω Medium diacritics: ἐξεπαίρω Low diacritics: εξεπαίρω Capitals: ΕΞΕΠΑΙΡΩ
Transliteration A: exepaírō Transliteration B: exepairō Transliteration C: eksepairo Beta Code: e)cepai/rw

English (LSJ)

A stir up, excite one to do, c. inf., Ar.Lys.623; ὅ σ' ἐξεπᾱρεῖ (fut.) μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν E.Fr.963.

German (Pape)

[Seite 877] erregen, antreiben; τὰς γυναῖκας, καταλαβεῖν τὰ χρήματα Ar. Lys. 623; ὅ σ' ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν p. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπαίρω: διεγείρω, παρορμῶ τινα νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινές... τάς... γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ’ ἡμῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 622· μηδ’ εὐτύχημα μηδὲν ὧδ’ ἔστω μέγα, ὃ σ’ ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 102F.

French (Bailly abrégé)

exciter, encourager à, inf..
Étymologie: ἐξ, ἐπαίρω.

Greek Monolingual

ἐξεπαίρω (Α)
προκαλώ κάποιον να κάνει κάτι («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήματα ἡμῶν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπαίρω: побуждать, поощрять, подстрекать (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι μεῖζον, ἢ χρεών, φρονεῖν Plut.).