ἐπισφελίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπισφελίτης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[θρανίτης]]<br />[[σφέλας]] γὰρ τὸ ταπεινὸν [[διφρίον]], τὸ [[ὑποπόδιον]]<br /> | |mltxt=[[ἐπισφελίτης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[θρανίτης]]<br />[[σφέλας]] γὰρ τὸ ταπεινὸν [[διφρίον]], τὸ [[ὑποπόδιον]]<br />τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν». | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (σφέλας) A = θρανίτης, Paus.Gr.Fr.175.
German (Pape)
[Seite 988] ὁ (σφέλας), = θρανίτης, Paus. bei Eust. 1818, 5; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφελίτης: «ὁ θρανίτης· σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον. τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾶνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπισφελίτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης
σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον
τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν».