ἐπισφελίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισφελίτης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[θρανίτης]]<br />[[σφέλας]] γὰρ τὸ ταπεινὸν [[διφρίον]], τὸ [[ὑποπόδιον]]<br />τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν».
|mltxt=[[ἐπισφελίτης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[θρανίτης]]<br />[[σφέλας]] γὰρ τὸ ταπεινὸν [[διφρίον]], τὸ [[ὑποπόδιον]]<br />τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν».
}}
}}

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισφελίτης Medium diacritics: ἐπισφελίτης Low diacritics: επισφελίτης Capitals: ΕΠΙΣΦΕΛΙΤΗΣ
Transliteration A: episphelítēs Transliteration B: episphelitēs Transliteration C: episfelitis Beta Code: e)pisfeli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (σφέλας) A = θρανίτης, Paus.Gr.Fr.175.

German (Pape)

[Seite 988] ὁ (σφέλας), = θρανίτης, Paus. bei Eust. 1818, 5; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφελίτης: «ὁ θρανίτης· σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον. τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾶνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπισφελίτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης
σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον
τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν».