ἑτερόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόπλευρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άνισες πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>πλευρος</i>)].
|mltxt=[[ἑτερόπλευρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άνισες πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>πλευρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπλευρος Medium diacritics: ἑτερόπλευρος Low diacritics: ετερόπλευρος Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: heterópleuros Transliteration B: heteropleuros Transliteration C: eteroplevros Beta Code: e(tero/pleuros

English (LSJ)

ον, A with two visible faces, λίθοι SIG247 ii 70 (Delph., iv B.C.); cf. ἁτερόπλευρος. II with unequal sides, Scymn.267.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. τρίπλευρος).

Greek Monolingual

ἑτερόπλευρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)
2. αυτός που έχει άνισες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος)].