ἑστιατήριον: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑστιατήριον]], τὸ (Α)<br />[[τόπος]] καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>εστιατόριον</i> αναλογικώς [[προς]] τα ουσ. σε -<i>τήριον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εργασ</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=[[ἑστιατήριον]], τὸ (Α)<br />[[τόπος]] καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>εστιατόριον</i> αναλογικώς [[προς]] τα ουσ. σε -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. <i>εργασ</i>-<i>τήριον</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:04, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστιᾱτήριον Medium diacritics: ἑστιατήριον Low diacritics: εστιατήριον Capitals: ΕΣΤΙΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hestiatḗrion Transliteration B: hestiatērion Transliteration C: estiatirion Beta Code: e(stiath/rion

English (LSJ)

τό, A banqueting-hall, Rev. Épigr.1.239 (Naples, ii A. D.), Philostr.VS2.23.

German (Pape)

[Seite 1044] τό, der Speisesaal, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιᾱτήριον: τό, δειπνητήριον, ἐν ᾧ ἐγίνοντο αἱ ἑστιάσεις, Φιλόστρ. 605.

Greek Monolingual

ἑστιατήριον, τὸ (Α)
τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε -τήριον (πρβλ. εργασ-τήριον)].