ἠερομήκης: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠερομήκης]], -ες (Α)<br />(επικ. τ. του αερομήκης) [[ψηλός]] [[μέχρι]] τον ουρανό, [[θεόρατος]], [[ουρανομήκης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>- ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αηρ</i>, | |mltxt=[[ἠερομήκης]], -ες (Α)<br />(επικ. τ. του αερομήκης) [[ψηλός]] [[μέχρι]] τον ουρανό, [[θεόρατος]], [[ουρανομήκης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>- ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αηρ</i>, [[πρβλ]]. ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μήκης</i>, <i>ισο</i>-<i>μήκης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 23 August 2021
English (LSJ)
ες, Ep. for ἀερ-, A high as heaven, Orph.A.924.
German (Pape)
[Seite 1155] ες (lust-), himmelhoch, Orph. Arg. 922.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερομήκης: -ες, Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὑψηλὸς μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, Ὀρφ. Ἀργ. 922.
Greek Monolingual
ἠερομήκης, -ες (Α)
(επικ. τ. του αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- ιων. τ. του αερο- (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης, ισο-μήκης].